Το σχίσμα τού Κυπριανού (1984)
Ένα από τα πολλά σχίσματα που συνέβησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στους κόλπους των Γ.Ο.Χ. ήταν και το σχίσμα του Κυπριανού. Ο Κυπριανός ήταν αρχικά ιερεύς της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος το 1969 προσχώρησε στους Αυξεντιακούς Γ.Ο.Χ.
Το 1979 ο Κυπριανός ακολούθησε τους Κάλλιστο και Αντώνιο στο σχίσμα τους από τον Αυξέντιο και χειροτονήθηκε από αυτούς μητροπολίτης Ωρωπού και Φυλής. Έπειτα από πέντε έτη (1984) ο Κυπριανός δημιούργησε νέο σχίσμα διακόπτοντας την εκκλησιαστική κοινωνία με όλους τους επισκόπους της παρατάξεώς του.
Κατά τους ισχυρισμούς του Κυπριανού, ο λόγος που τον ωδήγησε στην πράξι αυτή της αποτειχίσεως από την συνοδική του ομάδα, ήταν η από μέρους της αποδοχή και διακήρυξις του αδοκίμου, εκκλησιολογικού «κηρύγματος της απωλείας της Θείας Χάριτος»116 από τα Μυστήρια της Εκκλησίας του νέου ημερολογίου.
Ο Κυπριανός δηλαδή το 1984 δικαιολόγησε την απόσχισί του από το σύνολο των Γ.Ο.Χ. επισκόπων όλων των παρατάξεων σε λόγους πίστεως (εκκλησιολογικό φρόνημα περί ακύρων) και δικαιοσύνης (χειροτονίες και προσλήψεις ηθικά επιλήψιμων κληρικών που προκάλεσαν το σχίσμα του 1979). Ο Κυπριανός, ο οποίος κατηγορούσε όλους τους Γ.Ο.Χ. επισκόπους ως «κακοδόξους»117 και «ναυαγήσαντας περί την Πίστιν και την Δικαιοσύνην»118, βάσισε το σχίσμα του στην διατύπωσι του λα΄ αποστολικού κανόνος, ο οποίος επιτρέπει την διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας, όταν ο επίσκοπος σφάλλη εν «ευσεβεία και δικαιοσύνη»119.
Η ανωτέρω πρόφασις του Κυπριανού περί της θεωρίας των ακύρων Μυστηρίων, δια της οποίας πέτυχε την απόλυτη ανεξαρτητοποίησί του το 1984 (εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτή των Ματθαιικών του 1937), ήταν αδιαμφισβήτητα απαράδεκτη και υποκριτική για τους εξής σοβαρούς λόγους:
1. Ο Κυπριανός γνώριζε πολύ καλά ότι οι Αυξεντιακοί, στους οποίους προσχώρησε το 1969, διεκήρυτταν με πάθος την θεωρία περί απωλείας της θείας Χάριτος από τα Μυστήρια των Νεοημερολογιτών, παρά την ολοφάνερη αντιφατικότητα των πράξεών τους (χειροτονία από τον Νεοημερολογίτη Θεόφιλο, εκκλησιαστική κοινωνία με την Εκκλησία των Ρώσων της Διασποράς που μνημόνευαν και κοινωνούσαν με τους Ορθοδόξους που συμμετείχαν στην Οικουμενική Κίνησι). Την θεωρία αυτή ο Κυπριανός δεν δίστασε μάλιστα να στηλιτεύση δημόσια το 1968 χαρακτηρίζοντάς την ως «πλάνη»120.
2. Η Σύνοδος του Αυξεντίου εξέδωσε το 1974 την Εγκύκλιο 1169, δια της οποίας ανανέωνε την αφοσίωσί της στην έως τότε εκκλησιολογική της τοποθέτησι, σύμφωνα με την οποία τα Μυστήρια των Νεοημερολογιτών στερούνται της αγιαστικής Χάριτος. Ο Κυπριανός –σε αντίθεσι με άλλους κληρικούς της αυξεντιακής παρατάξεως – δεν αντέδρασε τότε δημόσια κατά της εν λόγω Εγκυκλίου, παρά το ότι την έκρινε «απαράδεκτον»121, ούτε φυσικά διέκοψε την κοινωνία με τον Αυξέντιο και την Σύνοδό του.
3. Κατά το 1979 ο Κυπριανός δέχθηκε να χειροτονηθή επίσκοπος από τους Κάλλιστο και Αντώνιο, αν και γνώριζε καλά ότι ήταν θερμοί υποστηρικταί της περί ακύρων κακοδοξίας. Άλλωστε, τόσο οι Κάλλιστος και Αντώνιος όσο και οι περισσότεροι επίσκοποι που χειροτονήθηκαν μαζί με τον Κυπριανό είχαν την καταγωγή τους από τους Ματθαιικούς, τους πλέον δηλαδή φανατικούς οπαδούς της ανωτέρω κακοδοξίας.
Βάσει των ανωτέρω γεννώνται τα εξής εύλογα ερωτήματα, στα οποία, πιστεύουμε, ο Κυπριανός είναι αδύνατον να απαντήση ικανοποιητικά:
1. για ποιο λόγο ο Κυπριανός προσχώρησε στους Αυξεντιακούς το 1969, αφού γνώριζε την εμμονή τους στην περί ακύρων κακοδοξία;
2. Εάν πράγματι ο Κυπριανός θεωρούσε, ότι η διακήρυξις της θεωρίας περί ακύρων Μυστηρίων των Νεοημερολογιτών ήταν σοβαρό ζήτημα πίστεως, το οποίο δικαιολογούσε διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας, γιατί δεν αποσχίσθηκε από τους Αυξεντιακούς έως το 1979 και ιδίως το 1974; Μήπως επειδή την εποχή εκείνη δεν είχε γίνει ακόμη επίσκοπος και συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να διεκδικήση την ανεξαρτησία του και να ηγηθή νέας δικής του παρατάξεως;
3. Γιατί ο Κυπριανός καταδέχθηκε να γίνη επίσκοπος από αρχιερείς που εκήρυτταν επί έτη κακόδοξα, εκκλησιολογικά φρονήματα;
4. Οι κατηγορίες του Κυπριανού κατά των συνεπισκόπων του ως «ναυαγησάντων περί την πίστιν» λόγω της κηρύξεως της περί ακύρων κακοδοξίας δεν βαρύνουν στην πραγματικότητα και τον ίδιο, καθώς επί δέκα και πλέον έτη τους ακολουθούσε αδιαμαρτύρητα;
Κατά την γνώμη μας, η ξαφνική αντίδρασις του Κυπριανού το 1984 κατά του ανωτέρω εκκλησιολογικού φρονήματος -παρά την πολυετή προκλητική σιωπή του122 για το ζήτημα αυτό- αποδεικνύει ότι ο Κυπριανός επιθύμησε κατά το έτος αυτό να αναλάβη την ηγεσία των Γ.Ο.Χ., δημιουργώντας μόνος του μία, νέα, ιερά Σύνοδο. Ο Κυπριανός λοιπόν ακολούθησε την συνηθισμένη πλέον τακτική των Γ.Ο.Χ., αναζήτησε δηλαδή μία πρόφασι, η οποία δεν είχε καμμία σχέσι με την παραβίασι της Ορθοδόξου, δογματικής διδασκαλίας, και βάσει αυτής «απετειχίσθη -δήθεν- κανονικώς»123 από τους συνεπισκόπους του.
Ο Κυπριανός, στην προσπάθειά του να δικαιολογήση την ανωτέρω πράξι του, υποστήριξε, ότι δεν αποσχίσθηκε από τους κακοδόξους Αυξεντιακούς κατά την περίοδο 1969-1979 «δια λόγους καθαρώς ποιμαντικούς». Ο Κυπριανός θεωρούσε «το περί ακύρων ζήτημα ως μίαν βεβαίως πλάνην, της οποίας όμως αι διαστάσεις και συνέπειαι εσυνειδητοποιούντο συν τη παρόδω του χρόνου, καθ' όσον εμελετάτο το ζήτημα και ηρευνάτο πατερικώς και κανονικώς»124. Νομίζουμε ότι οι ανωτέρω δικαιολογίες στερούνται σοβαρότητος και μόνο ως «προφάσεις εν αμαρτίαις» (Ψαλ. ρμ΄, 4) του εγκλήματος της αποσχίσεως του 1984 είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν.
Σημειώσεις:
116. Ένθ ανωτ. Τεύχος 191, σελ. 391.
117. Ένθ ανωτ. Τεύχος 214, σελ. 92.
118. Ένθ ανωτ. Τεύχος 200-201, σελ. 482.
119. P.G.137, 96C.
120. Περιοδικό Ορθόδοξος Παρατηρητής, φύλλο 2, σελ. 15.
121. Περιοδικό Ορθόδοξος ένστασις και μαρτυρία, τεύχος 6, σελ.142.
122. Εφημερίς Ορθόδοξος Χριστιανικός αγών, φύλλο 8, σελ. 7.
123. Περιοδικό Ορθόδοξος ένστασις και μαρτυρία, τεύχος 5, σελ.115.
124. Ένθ ανωτ. Τεύχος 6, σελ. 141-142.
Το σχίσμα του Αυξεντίου (1985)
Η επίπλαστη ενότης που επιτεύχθηκε το 1985, καθώς ήταν φυσικό, δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Τους αμέσως επομένους μήνες ένα νέο, παράδοξο συμβάν απετέλεσε την αφορμή ενός ακόμη σχίσματος· συγκεκριμένα: Κατά το 1984 ο αρχιεπίσκοπος Αυξέντιος είχε δώσει εντολή στους επισκόπους Μάξιμο Κεφαλληνίας και Γεράσιμο Βοιωτίας να χειροτονήσουν τον αρχιμανδρίτη Δωρόθεο Τσάκο σε επίσκοπο Πατρών και πάσης Πελοποννήσου.
Ο Τσάκος ήταν ιερεύς, ο οποίος είχε καθαιρεθή από την Εκκλησία της Ελλάδος το 1968 για σοβαρά, ηθικά παραπτώματα110. Κατά την περίοδο 1968-1984 ο Τσάκος είχε χειροτονηθή δύο φορές επίσκοπος από Γ.Ο.Χ. ψευδεπισκόπους, χωρίς φυσικά να γίνη ποτέ επίσημα δεκτός από τις επίσημες παρατάξεις των Γ.Ο.Χ. Ο Αυξέντιος είχε απαιτήσει να μείνη μυστική η χειροτονία του Τσάκου και για τον λόγο αυτό οι Μάξιμος και Γεράσιμος ανάγκασαν τον Τσάκο να ορκισθή, ότι δεν θα «αποκαλύψη το γεγονός της χειροτονίας του εις ουδένα»111. Σε περίπτωσι δε που η χειροτονία απεκαλύπτετο, είχε επίσης αποφασισθή «να την ηρνούντο οι εκτελεσταί της»112.
Η πρωτοφανής αυτή στα χρονικά της Ιστορίας της Εκκλησίας παρανομία φυσικά δεν άργησε να γίνη γνωστή. Οι Αυξέντιος και Μάξιμος αρνήθηκαν κατηγορηματικά την τέλεσι της χειροτονίας, ενώ ο Γεράσιμος και ο ιεροψάλτης Περικλής Τσακίρης, τον οποίο ο Αυξέντιος είχε στείλει για να ψάλη στην χειροτονία του Τσάκου, ωμολόγησαν την συμμετοχή τους σ' αυτήν113. Το κωμικοτραγικό αυτό γεγονός ωδήγησε την Σύνοδο του Αυξεντίου σε νέα διάσπασι και φυσικά σε αλληλοκαθαιρέσεις και διασυρμό των Γ.Ο.Χ.
Την ηγεσία των επισκόπων που καθαίρεσαν τον Αυξέντιο και τους ομόφρονας επισκόπους του, ανέλαβε τον Ιανουάριο του 1986 ο Θεσσαλονίκης Χρυσόστομος114. Αξίζει να σημειωθή ότι ο Χρυσόστομος βρισκόταν σε διάστασι επί δέκα περίπου έτη τόσο με τον Αυξέντιο και τους περί αυτόν όσο και με τους επισκόπους που καθαίρεσαν τον Αυξέντιο το 1985. Ο Χρυσόστομος μάλιστα έως το τέλος του 1985 κατηγορούσε και τις δύο ανωτέρω ομάδες ως κοπρώνα και Νικολαΐτας. Ανέλαβε δηλαδή την ηγεσία μιας ομάδος, την οποία επί έτη ύβριζε.
Προσπαθώντας ο Χρυσόστομος να δικαιολογήση την παράδοξη και φυσικά ανέντιμη πράξι του ισχυρίσθηκε τα εξής: «Εισήλθον εις την αποκεκηρυγμένην Σύνοδον, διότι η κατάστασις της Εκκλησίας έβαινε προς διάλυσιν, αφού η αίρεσις των Νικολαϊτών έτεινε να γίνη νόμος πλέον εις τους Γ.Ο.Χ. υπό του Αυξεντίου, ο δε αγών μας κατήντησε περίγελως. Όσον και αν αγωνιζώμεθα εκ των έξω ουδέν επετύχαμεν και το κακόν που επολεμούσαμεν εκορυφούτο αντί να κατασταλή»115.
Καθώς ήταν φυσικό, ούτε ο Χρυσόστομος κατώρθωσε να επιτύχη την ποθητή κάθαρσι. Όταν μάλιστα έπειτα από δέκα περίπου έτη προσπάθησε να εκδικάση συνοδικά τις καταγγελίες για ηθικά παραπτώματα του επισκόπου Ευθυμίου Ορφανού, ο τελευταίος αντέδρασε με την δημιουργία ενός νέου σχίσματος. Με το σχίσμα όμως αυτό θα ασχοληθούμε κατωτέρω.
Σημειώσεις:
110. Δ. Κόκορη, Ημερολόγιο, Εορτολόγιο, Διόρθωσις λάθος ή ἐπιβεβλημένη;, σελ. 127.
111. Εφημερίς Ορθόδοξος Χριστιανικός αγών, φύλλο 3, σελ. 3.
112. Ένθ ανωτ. σελ. 1.
113. Ένθ ανωτ. φύλλο 8, σελ. 8.
114. Περιοδικό Εκκλησιαστική Παράδοσις, φύλλο 26, σελ. 503.
115. Περιοδικό Άγιος Κυπριανός, τεύχος 214, σελ. 102.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου